σφαδασμός

σφαδασμός
ο
1) биение (в предсмертных муках); 2) трепетание (крыльев)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σφαδασμός" в других словарях:

  • σφαδασμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾳσμός — spasm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδασμός — ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α [σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφαδάζω …   Dictionary of Greek

  • σφαδασμός — ο σπαρτάρισμα από πόνο, ψυχορράγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαδασμοῖς — σφαδασμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδασμοῦ — σφαδασμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδασμῶν — σφαδασμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾳσμούς — σφαδᾳσμός spasm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾳσμῶν — σφαδᾳσμός spasm masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδαϊσμός — και σφαδασμός, ο, Α βλ. σφαδασμός …   Dictionary of Greek

  • σπαρτάρισμα — το, Ν [σπαρταρίζω] βίαιο τίναγμα, σφαδασμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»